Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

ενικός αριθμός

  • 1 число

    -а, πλθ. числа, -сел, -слам
    ουδ.
    1. ο αριθμός•

    простые -ла οι απλοί αριθμοί•

    целое число ο ακέραιος αριθμός•

    дробное число κλασματικός αριθμός•

    смешанное число συμμιγής αριθμός•

    кратное число το πολλαπλάσιο (αριθμού).

    2. (γραμμ.) ο αριθμός•

    единственное число ενικός αριθμός•

    множественное число πληθυντικός αριθμός•

    двойственное число δυϊκός αριθμός.

    3. ημερομηνία•

    какое число сегодня? τι ημερομηνία είναι σήμερα; πόσο έχει ο μήνας σήμερα;•

    сегодня число пятое марта σήμερα είναι πέντε του Μάρτη.

    4. ποσότητα•

    в его доме собралось большое число гостей στο σπίτι του μαζεύτηκε μεγάλος αριθμός φιλοξενούμενων (συγκεντρώθηκαν πολλοί μουσαφιρέοι).

    εκφρ.
    нет или несть или без -а – απειράριθμοι•
    астрономические -а – αστρονομικοί αριθμοί•
    в -е – μεταξύ, ανάμεσα•
    в большом -е – σε μεγάλο αριθμό, κατά μεγάλο μέρος.

    Большой русско-греческий словарь > число

  • 2 единственный

    единственный μόνος, μοναδικός ◇ \единственныйое число грам. о ενικός αριθμός
    * * *
    μόνος, μοναδικός
    ••

    еди́нственное число́ — грам. ο ενικός αριθμός

    Русско-греческий словарь > единственный

  • 3 число

    числ||о
    с
    1. ὁ ἀριθμός:
    целое \число мат ὁ ἀκέραιος ἀριθμός· кратное \число мат τό πολλαπλάσιο[ν]· отвлеченное \число ὁ ἀφηρημένος ἀριθμός· смешанные числа мат οἱ συμμιγεϊς ἀριθμοί· единственное \число грам. ὁ ἐνικός ἀριθμός· множественное \число грам. ὁ πληθυντικός ἀριθμός·
    2. (дата) ἡ ἡμερομηνία:
    какое сегодня \число? πόσες τοόμηνός ἐχουμε σήμερα;· пометить каки́м-л, \числоо́м ἀριθμώ κάτι· в первых числах июля στίς ἀρχές τοῦ "Ιούλη· ◊ нет \числоа (кому-л., чему-л.), без \числоа ἀπειράριθμος, ἀτέλειωτος· задним \числоо́м о) (о дате) μέ παληά ἡμερομηνία, б) (спустя, позднее) κατόπιν ἐορτής· в том \числое́ συμπεριλαμβανουμένου, μεταξύ τῶν ὁποίων в \числое́ передовых (отстающих) εἶμαι ἀνάμεσα στους πρωτοπόρους (καθυστερημένους)· в большом \числое́ σέ μεγάλον ἀριθμό· один из их \числоа ἔνας ἀπ' αὐτούς· превосходить \числоо́м ὑπερτερώ ἀριθμητικά.

    Русско-новогреческий словарь > число

  • 4 единственный

    единственн||ый
    прил μόνος, μοναδικός:
    \единственныйый сын τό μοναχοπαίδι, ὁ μοναχογιός, ὁ μονογενής ὑἰός· \единственныйый выход ἡ μόνη λύση, ἡ μόνη διέξοδος· один \единственныйый ἕνας καί μοναδικός· \единственныйый в своем роде μοναδικός στό είδος του· ◊ \единственныйое число грам. ὁ ἐνικός ἀριθμός.

    Русско-новогреческий словарь > единственный

  • 5 единственный

    επ., βρ: -вен, -венна, -но
    1. μοναδικός, ένας και μόνο•

    единственный сын μοναχογιός•

    -ая дочь μοναχοκόρη•

    единственный брат μοναδικός αδερφός•

    -ая сестра μοναδική αδερφή•

    выход из положения μοναδική διέξοδος•

    сото την κατάσταση•

    -ое решение μοναδική |λύση•

    -в своем роде μοναδικός στο είδος του.

    2. παλ. εξαιρετικός, υπέροχος.
    εκφρ.
    - ое число – ενικός αριθμός•
    один единственный -βλ. единственный (1 σημ.).

    Большой русско-греческий словарь > единственный

См. также в других словарях:

  • ενικός — ή, ό (AM ενικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μονάδα, που δηλώνει την έννοια τού ενός, που σημαίνει ένα μόνο πρόσωπο ή πράγμα 2. γραμμ. «ενικός αριθμός» και, με παράλειψη τού «αριθμός», ως ουσ. ενικός η τυπική μορφή τών κλιτών… …   Dictionary of Greek

  • αριθμός — ο 1. νούμερο, πλήθος από ομοειδείς μονάδες και το ποσό που προκύπτει από τη μέτρησή τους: «τρεις άνθρωποι», «πέντε κιλά» κτλ. 2. το σύμβολο με το οποίο παρασταίνεται το πλήθος των μονάδων: Το 1, 2, 3, 4 κτλ. είναι αριθμοί. 3. το είδος των μονάδων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ενικός — ή, ό 1. που ανήκει ή αναφέρεται στην έννοια του ενός, της μονάδας, που σημαίνει ένα πρόσωπο ή ένα πράγμα. 2. (γραμμ.), το αρσ. ως ουσ., ενικός (ή ενικός αριθμός), τύπος καταλήξεων στην κλίση ονομάτων και ρημάτων, με τον οποίο δηλώνεται ότι… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αριθμός — Η έννοια αυτή σχηματίζεται (με διάφορες γενικεύσεις) από την απλούστερη έννοια του φυσικού α. Ένας γενικός ορισμός της έννοιας είναι δύσκολο να δοθεί, αν όχι αδύνατο. Στην καθημερινή ζωή ο όρος χρησιμοποιείται με την έννοια του φυσικού ή του… …   Dictionary of Greek

  • γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… …   Dictionary of Greek

  • Grammatik der neugriechischen Sprache — Die neugriechische Sprache ist in einer kontinuierlichen Entwicklung aus dem Altgriechischen hervorgegangen und bildet (zusammen mit ihren Vorstufen) einen eigenen Zweig der indogermanischen Sprachfamilie. Sie hat im Bereich der Grammatik eine… …   Deutsch Wikipedia

  • Grammatik des Neugriechischen — Die Neugriechische Sprache ist in einer kontinuierlichen Entwicklung aus dem Altgriechischen hervorgegangen und bildet einen eigenen Zweig der Indogermanischen Sprachfamilie. Sie hat grammatisch einige ursprüngliche Merkmale dieser Sprachfamilie… …   Deutsch Wikipedia

  • Neugriechische Grammatik — Die Neugriechische Sprache ist in einer kontinuierlichen Entwicklung aus dem Altgriechischen hervorgegangen und bildet einen eigenen Zweig der Indogermanischen Sprachfamilie. Sie hat grammatisch einige ursprüngliche Merkmale dieser Sprachfamilie… …   Deutsch Wikipedia

  • Ελλάδα - Γλώσσα — ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Η ελληνική γλώσσα είναι μια από τις αρχαιότερες γλώσσες στον κόσμο και οπωσδήποτε η παλαιότερη ζωντανή γλώσσα στην Ευρώπη. Σε αντίθεση με άλλες αρχαίες γλώσσες που χάθηκαν μαζί με τους λαούς που τις μιλούσαν, όπως η… …   Dictionary of Greek

  • Древнегреческий язык — Самоназвание: ἡ Ἑλληνικὴ γλῶσσα …   Википедия

  • Древне-греческий язык — Древнегреческий язык Самоназвание: ἡ Ἑλληνικὴ γλῶσσα Страны: Восточное Средиземноморье Статус: классический Вымер …   Википедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»